- περιτράγῃ
- περιτρώγωgnaw round aboutaor subj mp 2nd sgπεριτρώγωgnaw round aboutaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτρώγω — Α 1. τρώω κάτι ολόγυρα, από όλα τα μέρη 2. αφαιρώ γύρω γύρω, απογυμνώνω («μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία», Αριστοφ.) 3. παρενοχλώ, κακολογώ συνεχώς κάποιον … Dictionary of Greek